διακοσίων

διακοσίων
διᾱκοσίων , διακόσιοι
two hundred
fem gen pl
διᾱκοσίων , διακόσιοι
two hundred
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διακοσάρι — το 1. ποσό διακοσίων δραχμών 2. ποσότητα διακοσίων μονάδων όγκου ή βάρους 3. δρόμος διακοσίων μέτρων …   Dictionary of Greek

  • διακοσάρης — α, ικο 1. αυτός που αποτελείται από διακόσιες μονάδες 2. το αρσ. ως ουσ. διακοσάρης ο αθλητής τού δρόμου διακοσίων μέτρων 3. το θηλ. ως ουσ. διακοσάρα α) δοχείο που χωράει διακόσιες μονάδες όγκου β) ποσότητα διακοσίων μονάδων όγκου ή βάρους …   Dictionary of Greek

  • διακοσιετηρίδα — η 1. συνεχής περίοδος διακοσίων ετών 2. συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από ένα γεγονός, διακοσιοστή επέτειος 3. γιορτή για τη διακοσιοστή επέτειο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ιω. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • Minuscule 13 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 13 Ending of Mark …   Wikipedia

  • Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… …   Deutsch Wikipedia

  • Лимма — (устар. леймма) (греч. λεῖμμα  остаток, лат. limma, реже leimma)  музыкальный интервал, соответствующий диатоническому полутону (малой секунде) пифагорова строя. Согласно античному определению, восходящему к пифагорейской… …   Википедия

  • Minuscule 1424 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 1424 Text New Testament Date 9/10th century Script Greek …   Wikipedia

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • δουκηνάριος — και δουκενάριος, ο (AM) τίτλος αξιωματικού τού ρωμαϊκού στρατού που έπαιρνε μισθό διακόσιες χιλιάδες σεστέρτιους μσν. επίτροπος τού Βυζαντινού βασιλιά αρχ. το θηλ. η δουκηναρία εκτίμηση, απογραφή πράγματος ή πραγμάτων αξίας διακοσίων χιλιάδων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”